Αποτελεί άριστης τέχνης μαρμάρινο αντίγραφο του χάλκινου Δορυφόρου του αργείου γλύπτη Πολύκλειτου (450 – 445 π.Χ.). Το πρωτότυπο έργο αποτελούσε το κατεξοχήν παράδειγμα της τέχνης του γλύπτη, δηλαδή ήταν η υλική ενσάρκωση του Κανόνα, όπου εκφραζόταν όλο το σύστημα της συμμετρίας των αναλογιών του ανθρώπινου σώματος.
Ο κορμός του αγάλματος είναι στραμμένος ελαφριά προς τα δεξιά. Ο αθλητής ετοιμάζεται να σηκώσει το αριστερό πόδι. Η γυμνότητα και το μέγεθος, μεγαλύτερο του φυσικού, δηλώνουν ότι εικονίζεται κάποιος ημίθεος ή ήρωας, νικητής σε αγώνες, παράδειγμα μίμησης για τους αθλητές και εξιδανικευμένη μορφή του αθλητικού ιδεώδους.
Μια πιθανή ερμηνεία θέλει ο Δορυφόρος της Μεσσήνης να εικονίζει τον νικητή αθηναίο ήρωα Θησέα, τον οποίο είδε ο περιηγητής Παυσανίας μαζί με τα αγάλματα του Ηρακλή και του Ερμή στο Γυμνάσιο της Μεσσήνης. Πιθανότατα παρουσιάζεται ο ήρωας μετά τη νίκη του επί του Μινώταυρου και την απελευθέρωση των επτά νέων και των επτά κοριτσιών της Αθήνας.
Το έργο είχε στηθεί σε παλαιότερο βάθρο χάλκινων ανδριάντων σε χώρο του Γυμνασίου της Μεσσήνης απέναντι από το Πρόπυλο, πλησίον μνημειακής οδού της πόλης. Με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα, το έργο ανήκει γενικά στα χρόνια του Αυγούστου και είναι σύγχρονο με την αναδιάταξη του χώρου του Γυμνασίου τον 1ο αι. μ.Χ. και την αναζωπύρωση του θεσμού της εφηβείας στην πόλη.